ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Ειρ Αθ 4387/17 : Τράπεζες - Στεγαστικά δάνεια - Επιτόκιο - ΕΚΤ. ΓΟΣ - Καταχρηστικότητα. Αδικαιολόγητος πλουτισμός. Σύμβαση στεγαστικού δανείου με όρους περί σταθερού επιτοκίου για τα πρώτα δύο έτη κι έπειτα κυμαινόμενου επιτοκίου, που θα εφάρμοζε η Τράπεζα στα δάνεια της ίδιας κατηγορίας
Ειρ Αθ 4387/17 : Τράπεζες - Στεγαστικά δάνεια - Επιτόκιο - ΕΚΤ. ΓΟΣ - Καταχρηστικότητα. Αδικαιολόγητος πλουτισμός. Σύμβαση στεγαστικού δανείου με όρους περί σταθερού επιτοκίου για τα πρώτα δύο έτη κι έπειτα κυμαινόμενου επιτοκίου, που θα εφάρμοζε η Τράπεζα στα δάνεια της ίδιας κατηγορίας - Κρίση ότι οι εν λόγω όροι που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τον ενάγοντα, είναι καταχρηστικοί, καθώς επιτρέπουν στην προμηθεύτρια Τράπεζα να προσδιορίζει οποτεδήποτε και μάλιστα μονομερώς το συμβατικό επιτόκιο, παραβιάζοντας την αρχή της διαφάνειας που διαπνέει το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή. Συνεπεία της ακυρότητας των ανωτέρων όρων, δημιουργείται κενό στην ένδικη σύμβαση ως προς τον τρόπο αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου επιτοκίου της - Με συμπληρωματική ερμηνεία κρίθηκε ότι το επιτόκιο θα έπρεπε να αναπροσαρμόζεται στην επίδικη σύμβαση με βάση το επιτόκιο της ΕΚΤ, καθώς αποτελεί το πιο σύνηθες επιτόκιο αναφοράς στις συμβάσεις στεγαστικών δανείων. Με τον τρόπο αυτό λοιπόν, αποδείχθηκε ότι η Τράπεζα υποχρέωνε τον ενάγοντα να καταβάλει υψηλότερες τοκοχρεωλυτικές δόσεις από αυτές που όφειλε, αποκομίζοντας έτσι η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος.Το ποσό λοιπόν, που ο ενάγων κατέβαλε στην εναγόμενη πλέον των οφειλόμενων σε αυτή, εξαιτίας της μη ορθής αναπροσαρμογής του επιτοκίου, υπολογίζεται στα 19.095,97 Ευρώ. Απόρριψη της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Εν μέρει δεκτή η αγωγή - Υποχρεώνει την εναγόμενη Τράπεζα να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 19.095,97 ευρώ, καθώς και το ποσό των 200 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΑΡΙΘΜΟΣ 4387/2017
Το Ειρηνοδικείο Αθηνών συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη, Αικατερίνη Τσάμη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Αναστασία Καϊτσα.ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 26 Μαΐου 2017, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση μεταξύ:ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Δ. του ... και της ...., κατοίκου .... Αττικής, οδός ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας του δικηγόρου Αθηνών, ΚN (ΑΜ/ΔΣΑ: ....).ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ....», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ......, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου Αθηνών, ΜΜ (ΑΜ/ΔΣΑ: ....).Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 03-12-2014 αγωγή του κατά της εναγόμενης, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ...., προσδιορίστηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 04ης-02-2016 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟΙ) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 περί προστασίας των καταναλωτών, το οποίο ενσωματώνει στο Ελληνικό Δίκαιο τις διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές», όπως είχε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β του ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλόντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη [ διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά, ή στεγαστικά δάνεια. Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Η ρύθμιση της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 ΑΚ (βλ. κάτωθι αναφερόμενα στην υπό στοιχεία NI νομική σκέψη της παρούσας), κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η ανωτέρω παράγραφος στην αρχική της διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αποκλίνοντας έτσι φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας, η οποία κάνει λόγο για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών». Στενή γραμματική ερμηνεία του όρου «υπέρμετρη διατάραξη» θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (εφεξής Γ.Ο.Σ.) και συνεπώς σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή έναντι εκείνης της Οδηγίας. Η ανάγκη της σύμφωνης με την Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου, επιβάλλει, ο όρος «υπέρμετρη διατάραξη» να εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει «ουσιώδης», «σημαντική» διατάραξη. Η ανάγκη εναρμονισμένης προς την Οδηγία ερμηνείας επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο «διατάραξη» και μετά την απάλειψη του όρου «υπέρμετρη», στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β του Ν. 2741/1999 και συνεπώς μετά την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου ΓΟΣ είναι, η δυνάμει αυτού «ουσιώδης» ή «σημαντική» διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας {ΟλΑΠ 6/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΔΕΕ 2006/665, Δ/ΝΗ 2006/419 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2006/90). Σημειώνεται δε ότι η παράγραφος 6 του άρθρου 2 του ως άνω νόμου, έχει ήδη αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 2 Ν. 3587/2007 και ορίζεται σε αυτή ότι «γενικοί όροι των συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι», δηλαδή προστέθηκε ο όρος «σημαντική» που δεν υπήρχε στην προϋπάρχουσα μορφή. Ενόψει των ανωτέρω, ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του πιο πάνω άρθρου 281 ΑΚ. Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικου δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος, χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικου δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικου δικαίου διαταράσσεται όταν, με το περιεχόμενο του ΓΟΣ, αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικου δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή. Επίσης, ελέγχεται για καταχρηστικότητα ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της. Έτσι, κατά τη διαδικασία προς διαπίστωση της καταχρηστικότητας ΓΟΣ ερευνάται πρώτα αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια, ερευνάται ο βαθμός έντασης της απόκλισης αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα. Εντέλει, κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα, που συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 του Ν, 2251/1994, ο οποίος περιέχει «per se» καταχρηστικές ρήτρες, που θεωρούνται, άνευ ετέρου καταχρηστικές, ήτοι χωρίς να απαιτείται ως προς αυτές η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας και άρα απαγορευτέες και άκυρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικου δικαίου, όπως προεκτεθηκε (ΟλΑΠ 6/2006, ό.π., ΑΠ 1987/2006 ΕΕΜΠΔ 2008/105, ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001.1128, ΕΕΜΠΔ 2001.529, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2001.663, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).II) Περαιτέρω, οι ΓΟΣ πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα δε, στις καταναλωτικές συμβάσεις ο Ν. 2251/1994 αξιώνει τα κριτήρια με τα οποία καθορίζονται οι όροι αυτών να αναφέρονται στη σύμβαση, δεδομένου ότι ο ανωτέρω νόμος (άρθρο 2 παρ. 7 εδ. ια', όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ.24 γ' ν. 2741/1999) δεν ανέχεται την αοριστία του τιμήματος, παρά μόνο αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, οπότε πρέπει να αναφέρονται ειδικώς καθορισμένα και εύλογα κριτήρια (ΑΠ 296/2001 ΕλλΔνη 42.1321, АІЯ 1030/2001 ΔΕΕ 11. 1125, ΑΠ 1219/2001 ό.π.). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο και ιδίως το εδάφιο ια αυτού, είναι, σε κάθε περίπτωση, καταχρηστικοί οι ΓΟΣ που χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη και οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Στη συνέχεια, αφού διαπιστωθεί ότι ο συγκεκριμένος ΓΟΣ είναι καταχρηστικός, επέρχεται ως έννομη συνέπεια η ακυρότητα του. Η πλήρωση του κενού που θα προκύψει από την εν λόγω ακυρότητα θα γίνει είτε μέσω εφαρμογής κανόνων ενδοτικού δικαίου στις περιπτώσεις που η κατάχρηση συνίσταται σε προσβολή της καθοδηγητικής λειτουργίας του ενδοτικού δικαίου- είτε μέσω συμπληρωματικής ερμηνείας από τον εφαρμοστή του δικαίου, στις περιπτώσεις που η καταχρηστικότητα έγκειται στον περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που οδηγούν σε διακινδύνευση του τυπικού σκοπού της σύμβασης. Στην περίπτωση αυτή, η εφαρμογή του άρθρου 371 ΑΚ και του εξ αυτού απορρέοντος κριτηρίου της δίκαιης κρίσης, ως μέσου συμπλήρωσης του ανωτέρω κενού, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, καθώς δεν αποτελεί κατάλληλο μέσο για την προστασία του αντισυμβαλλόμενου֊ καταναλωτή, δεδομένου ότι η ρύθμιση της διάταξης αυτής εφαρμόζεται κυρίως στις ατομικές συμβάσεις και δεν μπορεί να διασφαλίσει τα συμφέροντα του καταναλωτή σε συμβάσεις όπου οι όροι μεταξύ των συμβαλλομένων μερών δεν καθίστανται αντικείμενο διαπραγμάτευσης, όπως εν προκειμένω με τους ΓΟΣ (ΑΠ 1030/2001 ό.π., ΕφΑΘ 5101/1011 ΝοΒ 2011. 2141). Έτσι, η απόφαση του Δικαστηρίου που προβαίνει σε συμπληρωματική ερμηνεία άκυρου ΓΟΣ, κατά τα ανωτέρω, δεν είναι διαπλαστική, διότι δεν προβαίνει σε προσδιορισμό της παροχής κατά την ΑΚ 371 εδ. β, παρά μόνο για συμπλήρωση κενού, το οποίο δημιούργησε ο άκυρος όρος, ώστε να ανταποκρίνεται στις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς ωστόσο να τροποποιεί τη σύμβαση.
ΙΙΙ) Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμα, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε ουσιώδη σχέση (ΑΠ 652/2010 ό.π., βλ. δε για άπαντα τα ανωτέρω 2657/2015 ΠΠΑ αδημοσίευτη στο νομικό τύπο).IV) Τέλος, από το συνδυασμό των άρθρων 174, 178 και 904 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση μη νόμιμης παροχής, άρα και όταν αυτή έγινε σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης ή όρων σύμβασης άκυρων ως απαγορευμένων από το νόμο, εκείνος που έκανε την παροχή για την προαναφερόμενη αιτία, "δικαιούται να ζητήσει αυτό που έδωσε από το λήπτη της παροχής, ο οποίος κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος από την περιουσία του παρέχοντος και χωρίς νόμιμη αιτία (ΟλΑΠ 2/1987 ΝοΒ 36.69, ΑΠ 1000/2002 ΕλλΔνη 44.1355). Η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι επιβοηθητική, με την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν ή είναι ανίσχυρες οι προϋποθέσεις της αξίωσης από σύμβαση ή κάποιων όρων αυτής ή αδικοπραξία, γιατί σε αντίθετη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανυπαρξία՜ ή ελαττωματικότητα της νόμιμης αιτίας. Έτσι, αξίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού προς αναζήτηση των παροχών που τυχόν καταβλήθηκαν, μπορεί να ασκηθεί αν κάποιος όρος της σύμβασης ή η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιονδήποτε λόγο (ΑΠ 922, 923/2007 ΕλλΔνη 50.1738, ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44.1261 και ΑΠ 362/2005 ΕλλΔνη 47.1661).Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι με την αναφερόμενη σε αυτή σύμβαση στεγαστικού δανείου που καταρτίσθηκε το 2001 μεταξύ αυτού και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «...BANK A.E.», η οποία μετονομάσθηκε σε «ΤΡΑΠΕΖΑ ... Α.Ε.», της οποίας καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση τυγχάνει η εναγόμενη τραπεζική εταιρεία, η τελευταία χορήγησε στον ενάγοντα δάνειο ποσού 22.000.000 δρχ ή 64.563,46 Ευρώ για την αποπεράτωση κατοικίας του κειμένης στη ....του Δήμου ... Αττικής, σύμφωνα δε με τον όρο Θ.2 του παραρτήματος της ανωτέρω σύμβασης, το επιτόκιο συμφωνήθηκε σταθερό 5,07%, συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς του Ν. 128/75, κατά τη διάρκεια των πρώτων 24 μηνών, μετά δε τη λήξη της περιόδου αυτής, η εναγόμενη θα εφάρμοζε το τρέχον κυμαινόμενο επιτόκιο για τα δάνεια ίδιας κατηγορίας και είχε το δικαίωμα να αυξομειώνει οποτεδήποτε το επιτόκιο της συγκεκριμένης κατηγορίας χορηγήσεων, σύμφωνα με την πολιτική επιτοκίων που ακολουθεί και εντός των πλαισίων που θέτουν οι ισχύοντες νομισματικοί και πιστωτικοί κανόνες και συνθήκες της αγοράς. Ότι η μεταβολή του επιτοκίου για τη συγκεκριμένη κατηγορία χορηγήσεων, δημοσιεύεται στον τύπο ή η τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να ενημερώνει απευθείας τον οφειλέτη για τις μεταβολές του επιτοκίου με σχετική μνεία στο αντίγραφο του λογαριασμού του δανείου που θα του αποστέλλει κάθε μήνα. Ότι η αποπληρωμή του δανείου συμφωνήθηκε να γίνει σε 204 μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Ότι ως άνω όρος της σύμβασης για τον τρόπο προσδιορισμού του κυμαινόμενου επιτοκίου ήταν προδιατυπωμένος από την εναγόμενη και περιλαμβανόταν στους γενικούς όρους, υπό τους οποίους χορηγούσε αυτή στεγαστικό δάνειο σε απροσδιόριστο αριθμό πελατών της και δεν αποτελούσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τον ενάγοντα, τυγχάνει δε καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος, διότι δίνει τη δυνατότητα στην εναγόμενη να αυξομειώνει το επιτόκιο χωρίς να δεσμεύεται από τη σύμβαση με ειδικά και εύλογα για τον καταναλωτή κριτήρια και να διαμορφώνει τελικά μονομερώς το επιτόκιο. Ότι η εναγόμενη, εκμεταλλευόμενη αυτόν τον όρο, σπανίως προέβαινε σε μειώσεις του επιτοκίου, παρά το γεγονός ότι ακολούθησε ραγδαία πτώση του κόστους του χρήματος για την ίδια την εναγόμενη και έτσι κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2003 έως και το μήνα Ιανουάριο του έτους 2015 έλαβε από τον ενάγοντα υπερβάλλον ποσό κατά 19.095,97 Ευρώ κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην υπό κρίση αγωγή. Ότι περαιτέρω, από την ανωτέρω υπαίτια και άδικη συμπεριφορά της εναγόμενης, προκλήθηκε στον ενάγοντα ηθική βλάβη, προκαλώντας σε αυτόν ζημία, για την αποκατάσταση της οποίας, αξιώνει να του καταβληθεί το ποσό των 500,00 Ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 19.724,05 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της υπό κρίση αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, στηριζόμενος κυρίως στην ενδοσυμβατική και αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόμενης, επικουρικά δε ζητεί να του καταβληθεί το ανωτέρω ποσό με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμόδια και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, αρμόδιου καθ' ύλη και κατά τόπο (άρθρα 14 παρ. 1α και 25 ΚΠολΔ), σύμφωνα με την προκείμενη τακτική διαδικασία, πλην όμως τυγχάνει απορριπτέα κατά την κύρια βάση της ως μη νόμιμη, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα πρόταση, διότι, ενώ επιχειρείται να θεμελιωθεί σε πλημμελή εκπλήρωση της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, εντούτοις, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ιστορική της βάση, η είσπραξη των ποσών αυτών έγινε βάσει καταχρηστικού όρου, η επικαλούμενη ακυρότητα του οποίου, δημιουργεί ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση, δηλαδή της καταβολής και επομένως, η αγωγική αξίωση δε δύναται να θεμελιωθεί στη σύμβαση και σε πλημμελή εκτέλεση άκυρου όρου. Είναι δε επαρκώς ορισμένη, απορριπτόμενου του περί αοριστίας ισχυρισμού της εναγόμενης, και νόμιμη ως προς την επικουρική της βάση, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στο νομικό μέρος της παρούσας απόφασης διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 174,180, 281, 346, 371, 904, 911 ΑΚ, 2, 6 και 7 του Ν. 2251/1994, ПΔ/ΤΕ 2501/2002 και ПΔ/ТЕ 1969/1991, όπως τροποποιηθείσα ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύναψης της επίδικης σύμβασης και 176,191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. τα υπ' αριθμ. .... Σειρά ... Αγωγόσημα) και προσκομίζονται τα γραμμάτια είσπραξης καταβολής εισφορών και ενσήμων από τις πληρεξούσιες δικηγόρους των διαδίκων.Η εναγόμενη αρνήθηκε την υπό κρίση αγωγή ως νόμω και ουσία αβάσιμη και προέβαλε, πλην της ήδη εξετασθείσας ένστασης αοριστίας, την ένσταση μη σωζόμενου πλουτισμού, η οποία θα εξεταστεί περαιτέρω με την ουσία της υπόθεσης και την ένσταση παραγραφής κατ' αρ. 937 ή 250 αρ. 15 ΑΚ, καθότι έχει παρέλθει πενταετία για όλα τα καταβληθέντα κατά τα έτη από 2003 έως 2010 ποσά. Ωστόσο η προβαλλόμενη ένσταση, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη δεδομένου ότι εν προκειμένω η επίδικη αξίωση δεν αφορά στην επιδίκαση τόκων ως παρεπομένου κάποιας κύριας τοκοφόρας απαίτησης, αλλά στην επιστροφή ποσών που αδικαιολογήτως κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος έχουν καταβληθεί στην εναγόμενη ως τοκοχρεολυτικές δόσεις για την εξυπηρέτηση της δανειακής σύμβασης. Τέλος προέβαλε και την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος του ενάγοντος, ισχυριζόμενη ότι η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, κατά την οποία μάλιστα κατέβαλε τις δόσεις του δανείου αδιαμαρτύρητα, αποδυνάμωσε το δικαίωμα του, αφού δημιουργήθηκε σε αυτήν η εύλογη, κατά τους ισχυρισμούς της, πεποίθηση περί του «καλώς έχειν» όλων των ένδικων καταβολών και του επιτοκίου που εφαρμόστηκε στην επίδικη σύμβαση. Η ως άνω ένσταση προβάλλεται παραδεκτώς και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 281 ΑΚ, συνεπώς πρέπει θα συνεξετασθεί περαιτέρω με την ουσία της υπόθεσης.Από την εκτίμηση της ανώμοτης κατάθεσης του ενάγοντος, που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση τηρούμενα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως (η εναγόμενη δεν εξέτασε μάρτυρα), από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των δημοσίων και ιδιωτικών εγγράφων, που οι διάδικοι μετ' επικλήσεως προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τα εκατέρωθεν συνομολογούμενα κατ' άρθρο 261 ΚΠολΔ, από τους ισχυρισμούς των διαδίκων, που ανέπτυξαν κατά την προφορική συζήτηση και με τις έγγραφες προτάσεις τους, από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), καθώς και την εν γένει διαδικασία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :Δυνάμει της από .... 2001 και με αριθμό .... έγγραφης σύμβασης στεγαστικού δανείου και του παραρτήματος αυτής, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ....ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (η οποία μετονομάσθηκε σε «ΤΡΑΠΕΖΑ .....BANK Α.Ε.», στο σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της οποίας υπεισήλθε ως καθολική διάδοχος, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση η εναγόμενη «......»), η τελευταία χορήγησε στον ενάγοντα δάνειο ποσού 22.000.000 δρχ ή 64.563,46 Ευρώ για την αποπεράτωση κατοικίας ιδιοκτησίας του, ευρισκόμενη στην .... του Δήμου .... Αττικής. Η αποπληρωμή του δανείου συμφωνήθηκε να γίνει εντός 17 ετών από την κατάρτιση της σύμβασης με 204 ίσες μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Σύμφωνα δε με τον όρο Θ.2 του ως άνω παραρτήματος της ιδίας σύμβασης, οι διάδικοι συμφώνησαν το ως άνω δάνειο να εκτοκίζεται με επιτόκιο ίσο με 5,07%, συμπεριλαμβανομένης της εισφοράς του Ν. 128/75, το οποίο θα παρέμενε σταθερό κατά τους πρώτους 24 μήνες από την υπογραφή της σύμβασης. Μετά τη λήξη της ως άνω περιόδου και σύμφωνα με τον ανωτέρω όρο: «.....ως επιτόκιο θα ισχύει το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα εφαρμόζει η Τράπεζα για τα στεγαστικά δάνεια της κατηγορίας αυτής.....», ενώ σύμφωνα με τον όρο Θ.3 του ως άνω παραρτήματος: «μετά τη λήξη της περιόδου σταθερού επιτοκίου, εφαρμόζεται το τρέχον κυμαινόμενο επιτόκιο που θα εφαρμόζει η Τράπεζα για τα δάνεια ίδιας κατηγορίας και διευκρινίζεται ότι, η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα της να αυξομειώνει οποτεδήποτε το επιτόκιο της συγκεκριμένης κατηγορίας χορηγήσεων, σύμφωνα με την πολιτική επιτοκίων που ακολουθεί και εντός των πλαισίων που θέτουν οιισχύοντες νομισματικοί και πιστωτικοί κανόνες και συνθήκες της αγοράς. Η κατά ταανωτέρω μεταβολή του επιτοκίου για τη συγκεκριμένη κατηγορία χορηγήσεων, δημοσιεύεται στον Τύπο. Αντί της δημοσίευσης στον Τύπο (ή και παράλληλα με αυτήν) η Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να ενημερώνει απευθείας τον οφειλέτη για τις μεταβολές του επιτοκίου με σχετική μνεία στο αντίγραφο του λογαριασμού του δανείου που θα του αποστέλλει κάθε μήνα. Ο οφειλέτης και ο Εγγυητής συναινούν σε οποιαδήποτε μεταβολή του επιτοκίου, η οποία πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια του δανείου και δημοσιεύεται ή γνωστοποιείται κατά τα ανωτέρω». Οι ως άνω όροι οι σχετικοί με το επιτόκιο της επίδικης δανειακής σύμβασης, οι οποίοι ήταν προδιατυπωμένοι από τη δανείστρια Τράπεζα και περιλαμβάνονταν στους ΓΟΣ, χωρίς να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τον ενάγοντα, κατά το μέρος που ρυθμίζουν τη διαμόρφωση του κυμαινόμενου επιτοκίου είναι καταχρηστικοί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 περ. ια του Ν. 2251/1994, όπως αυτές εκτέθηκαν αναλυτικά στις υπό στοιχεία (Ι) και (II) νομικές σκέψεις της παρούσας απόφασης, διότι εμφανίζουν αοριστία και επιτρέπουν στην προμηθεύτρια Τράπεζα να προσδιορίζει οποτεδήποτε και μάλιστα μονομερώς το συμβατικό επιτόκιο, χωρίς να είναι εκ των προτέρων γνωστά στον καταναλωτή- εν προκειμένω στον ενάγοντα- κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή, παραβιάζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την αρχή της διαφάνειας που διαπνέει το δίκαιο προστασίας του καταναλωτή και διαταράσσοντας ουσιωδώς την ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των συμβαλλομένων σε βάρος του ενάγοντος, γεγονός που οδηγεί στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη (ενάγοντος) ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής σχέσης. Συνεπεία της ακυρότητας του ανωτέρω όρου, δημιουργείται κενό στην ένδικη σύμβαση ως προς τον τρόπο αναπροσαρμογής του κυμαινόμενου επιτοκίου της, το οποίο πρέπει να καλυφθεί με συμπληρωματική ερμηνεία, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία (II) νομική σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 200), αφού ο επίμαχος όρος δεν καλύπτεται από αντίστοιχο κανόνα ενδοτικού δικαίου (βλ. Καράκωστα Ι., Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, εκδ. 2008, σελ. 109, Γεωργιάδη Α., Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, εκδ. 2002, σελ. 429). Έτσι, το επιτόκιο θα έπρεπε να αναπροσαρμόζεται στην επίδικη σύμβαση με βάση εύλογα κριτήρια που να αντανακλούν τις συνθήκες αγοράς, δηλαδή του κόστους του χρήματος για τη δανείστρια τραπεζική εταιρεία. Τέτοιο πρόσφορο και εύλογο κριτήριο είναι το επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής επιτόκιο ΕΚΤ), που αποτελεί ένα δείκτη γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, ο οποίος μάλιστα μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ χρησιμοποιήθηκε στις συμβάσεις στεγαστικών δανείων ως το πιο σύνηθες επιτόκιο αναφοράς, ενώ άλλωστε με βάση το ως άνω επιτόκιο η ΕΚΤ χορηγεί δάνεια στα πιστωτικά ιδρύματα. Τούτο άλλωστε προκύπτει και από τη με αριθμό 2501/2002 πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία στο Β Κεφάλαιο παρ. 2 περ. iv αναφερόμενη στους δείκτες με τους οποίους πρέπει να συνδέεται η μεταβολή του κυμαινόμενου επιτοκίου, παραπέμπει στα παρεμβατικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση του κυμαινόμενου επιτοκίου, η τράπεζα δεν αναλαμβάνει κανένα κίνδυνο, καθώς μπορεί, με βάση το επιτόκιο αναφοράς να αναπροσαρμόζει το επιτόκιο του δανείου και να κρατά σταθερό το κέρδος (περιθώριο προσαύξησης του επιτοκίου αναφοράς) το οποίο συμφώνησε κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης. Αντιθέτως, τον κίνδυνο αύξησης του επιτοκίου φέρει ο δανειολήπτης, ο οποίος (κίνδυνος) αντισταθμίζεται στην επιλογή του για κυμαινόμενο από το αντίστοιχο όφελος (μείωση του επιτοκίου) που θα έχει σε περίπτωση μείωσης του κόστους του χρήματος για την Τράπεζα (βλ. Βόγκλη Ελ., Κυμαινόμενο επιτόκιο, 2005, 9 επ., 49 επ., Σπυράκος Δ., Κριτήρια αναπροσαρμογής του επιτοκίου στις συμβάσεις δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, ΔΕΕ 2002, 100 επ, 1109 επ., ΠΠΑ 2657/2015 ό.π.).Περαιτέρω, σημειώνεται ότι το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ανερχόταν κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης δανειακής σύμβασης (ήτοι την 27-09-2001) σε 3,75%, ενώ το συμφωνηθέν επιτόκιο της τραπεζικής εταιρείας «...BANK Α.Ε.» ανερχόταν κατά τον ως άνω χρόνο σε 5,07%, συνεπώς η εναγόμενη διαμόρφωνε το επιτόκιο της με την προσαύξηση του επιτοκίου της ΕΚΤ με ένα περιθώριο ύψους 1,20% (ήτοι 3,75% επιτόκιο ΕΚΤ+1,20% περιθώριο+0,12% εισφορά Ν. 128/75). Εφόσον, συνεπώς τους προσεχείς μήνες μειωνόταν το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ, θα έπρεπε η εναγόμενη, κατ' εφαρμογή του περιεχομένου του παραπάνω όρου, όπως αυτός συμπληρώνεται ερμηνευτικά στο πλαίσιο των επιταγών της καλής πίστης, προκειμένου να καλυφθεί το κενό που δημιουργείται από την καταχρηστικότητα του όρου, να μειώσει ισόποσα και το επιτόκιο του δανείου του ενάγοντος, η δε μείωση θα έπρεπε να ισχύει από την ημέρα πληρωμής της επόμενης, μετά του επιτοκίου της ΕΚΤ, τοκοχρεωλυτικής δόσης του δανείου. Επομένως, το επιτόκιο του επιδίκου δανείου θα έπρεπε να διακυμαίνεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης ως εξής: 1) Τον Οκτώβριο 2003, οπότε και έληξε η περίοδος σταθερού επιτοκίου για το επίδικο δάνειο, το επιτόκιο ΕΚΤ ανερχόταν, ήδη από 06-06-2003 σε 2,00 %, οπότε και το επιτόκιο το επίδικου δανείου θα έπρεπε να είχε διαμορφωθεί από 27-10-2003 σε 3,32%, ήτοι 2,00%+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, αύξησε το επιτόκιο του δανείου σε 5,62%, μη αποδίδοντας στην ενάγουσα τη μείωση του επιτοκίου κατά 0,50 εκατοστιαίες μονάδες, 2) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ αυξήθηκε από 06-12-2005 κατά 0,25 της ποσοστιαίας μονάδας και διαμορφώθηκε σε 2,25%, οπότε το επιτόκιο του επίδικου δανείου θα έπρεπε να έχει διαμορφωθεί από 27-12-2005 σε 3,57% = 2,25 %+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, αύξησε το επιτόκιο του δανείου σε 5,87%, ήτοι 2,3 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το εφαρμοστέο, 3) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ αυξήθηκε από 08-03-2006 σε 2,50%, οπότε το επιτόκιο του επίδικου δανείου θα έπρεπε να έχει διαμορφωθεί από 27-03-2006 σε 3,82%= 2,50%+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, αύξησε το επιτόκιο του δανείου σε 6,12%, ήτοι 2,3 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το εφαρμοστέο, 4) το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ αυξήθηκε από 15-06-2006 σε 2,75%, οπότε το επιτόκιο του επίδικου δανείου θα έπρεπε να έχει διαμορφωθεί από 27-06-2006 σε 4,07% = 2,75%+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, αύξησε το επιτόκιο του δανείου σε 6,37%, ήτοι 2,3 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το εφαρμοστέο, 5) το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ αυξήθηκε από 09-08-2006 σε 3,00%, οπότε η τραπεζική εταιρεία είχε δικαίωμα να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-08-2006 σε 4,32%= 3,00% + 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, εφάρμοζε επιτόκιο 6,62%, ήτοι 2,3 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το εφαρμοστέο, 6) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ αυξήθηκε από 11-10-2006 σε 3,25%, οπότε η τραπεζική εταιρεία θα έπρεπε να είχε διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-10-2006 σε 4,57%= 3,25% + 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, εφάρμοζε επιτόκιο 6,87% ήτοι 2,3 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το εφαρμοστέο, 7) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ αυξήθηκε από 12-12-2006 σε 3,50%, οπότε η τραπεζική εταιρεία θα έπρεπε να είχε διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-12-2006 σε 4,82% = 3,50%+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, ήδη από 11-07-2206 εφάρμοζε επιτόκιο 7,12%, ήτοι 2,3 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το εφαρμοστέο, 8) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ αυξήθηκε από 14-03-2007 σε 3,75%, οπότε η τραπεζική εταιρεία θα έπρεπε να είχε διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-03-2007 σε 5,07% = 3,75 %+ 1,20%. +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, διατήρησε το επιτόκιο σε 7,37%, ήτοι κατά 2,3 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το εφαρμοστέο, 9) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ αυξήθηκε από 13-06-2007 σε 4,00%, οπότε η τραπεζική εταιρεία θα έπρεπε να είχε διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-06-2007 σε 5,32% = 4,00%+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, εφάρμοζε επιτόκιο 7,62%, ήτοι κατά 2,3 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το εφαρμοστέο, 10) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ αυξήθηκε από 09-07-2008 σε 4,25%, οπότε η τραπεζική εταιρεία θα έπρεπε να είχε διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-07-2008 σε 5,57%= 4,25% +1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο εφάρμοζε επιτόκιο 8,12%, ήτοι κατά 2,55 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το εφαρμοστέο, 11) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ μειώθηκε από 15-10-2008 σε 3,75%, οπότε η τραπεζική εταιρεία έπρεπε να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-10-2008 σε 5,07%= 3,75%+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, δε μετέβαλε το επιτόκιο του δανείου, διατηρώντας το στο ίδιο επίπεδο (8,12%), μη αποδίδοντας στον ενάγοντα τη μείωση του επιτοκίου κατά 3,05 εκατοστιαίες μονάδες, 12) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ μειώθηκε από 12-11-2008 σε 3,25%, οπότε η τραπεζική εταιρεία έπρεπε να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-11-2008 σε 4,57%= 3,25%+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, δε μετέβαλε το επιτόκιο του δανείου, διατηρώντας το στο ίδιο επίπεδο (8,12%), μη αποδίδοντας στον ενάγοντα τη μείωση του επιτοκίου κατά 3,55 εκατοστιαίες μονάδες, 13) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ μειώθηκε από 10-12-2008 σε 2,50%, οπότε η τραπεζική εταιρεία έπρεπε να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-12-2008 σε 3,82%=2,50%+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, δε μετέβαλε το επιτόκιο του δανείου, διατηρώντας το στο ίδιο επίπεδο (8,12%), μη αποδίδοντας στον ενάγοντα τη μείωση του επιτοκίου κατά 4,30 εκατοστιαίες μονάδες, 14) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ μειώθηκε από 21-01-2009 σε 2,00%, οπότε η τραπεζική εταιρεία έπρεπε να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-01-2009 σε 3,32% = 2,00%+ 1,20% +0,12 %. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, δε μετέβαλε το επιτόκιο του δανείου από 27-07-2008, διατηρώντας το στο ίδιο επίπεδο (8,12%), μη αποδίδοντας στον ενάγοντα τη μείωση του επιτοκίου κατά 4,80 εκατοστιαίες μονάδες, 15) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ μειώθηκε από 11-03-2009 σε 1,50%, οπότε η τραπεζική εταιρεία έπρεπε να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-03-2009 σε 2,82% = 1,50% + 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, δε μετέβαλε το επιτόκιο του δανείου από 27-07-2008, διατηρώντας το στο ίδιο επίπεδο (8,12%), μη αποδίδοντας στον ενάγοντα τη μείωση του επιτοκίου κατά 5,30 εκατοστιαίες μονάδες, 16) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ μειώθηκε από 08-04-2009 σε 1,25%, οπότε η τραπεζική εταιρεία έπρεπε να διαμορφώσει το επιτόκιο από 27-04-2009 σε 2,57% = 1,25%+ 1,20% +0,12 %, η τραπεζική εταιρεία ωστόσο διατήρησε το επιτόκιο σε 8,12%, με αποτέλεσμα να ανέρχεται σε ποσοστό 5,55% πάνω από το εκάστοτε εφαρμοστέο, 17) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ μειώθηκε από 13-05-2009 σε 1,00%, οπότε η τραπεζική εταιρεία έπρεπε να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-05-2009 σε 2,32% = 1,00%+ 1,20% +0,12 %. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, δε μετέβαλε το επιτόκιο του δανείου από 27-07-2008, διατηρώντας το στο ίδιο επίπεδο (8,12%), μη αποδίδοντας στον ενάγοντα τη μείωση του επιτοκίου κατά 5,80 εκατοστιαίες μονάδες, 18) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ αυξήθηκε από 13-04-2011 σε 1,25%, οπότε η τραπεζική εταιρεία είχε δικαίωμα να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-05-2011 σε 2,57% = 1,25 % + 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, αύξησε το επιτόκιο του δανείου σε 8,62%, ήτοι 6,05 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το εφαρμοστέο, 19) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ αυξήθηκε από 13-07-2011 σε 1,50%, οπότε η τραπεζική εταιρεία είχε δικαίωμα να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-07-2011 σε 2,82% = 1,50% + 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, αύξησε το επιτόκιο του δανείου σε 9,12%, ήτοι 6,30 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το εφαρμοστέο, 20) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ μειώθηκε από 09-11-2011 σε 1,25%, οπότε η τραπεζική εταιρεία έπρεπε να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-11-2011 σε 2,57% = 1,25%+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, δε μετέβαλε το επιτόκιο του δανείου από 27-07-2011, διατηρώντας το στο ίδιο επίπεδο (9,12%), μη αποδίδοντας στον ενάγοντα τη μείωση του επιτοκίου κατά 6,55 εκατοστιαίες μονάδες, 21) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ μειώθηκε από 14-12-2011 σε 1,00%, οπότε η τραπεζική εταιρεία έπρεπε να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-12-2011 σε 2,32% = 1,00%+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, δε μετέβαλε το επιτόκιο του δανείου από 27-07-2011, διατηρώντας το στο ίδιο επίπεδο (9,12%), μη αποδίδοντας στον ενάγοντα τη μείωση του επιτοκίου κατά 6,80 εκατοστιαίες μονάδες, 22) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ μειώθηκε από 11-07-2012 σε 0,75%, οπότε η τραπεζική εταιρεία έπρεπε να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-07-2012 σε 2,07% = 0,75%+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, δε μετέβαλε το επιτόκιο του δανείου από 27-07-2011, διατηρώντας το στο ίδιο επίπεδο (9,12%), μη αποδίδοντας στον ενάγοντα τη μείωση του επιτοκίου κατά 7,05 εκατοστιαίες μονάδες, 23) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ μειώθηκε από 08-05-2013 σε 0,50%, οπότε η τραπεζική εταιρεία έπρεπε να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-05-2013 σε 1,82% = 0,50%+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, δε μετέβαλε το επιτόκιο του δανείου από 27-07-2011, διατηρώντας το στο ίδιο επίπεδο (9,12%), μη αποδίδοντας στον ενάγοντα τη μείωση του επιτοκίου κατά 7,30 εκατοστιαίες μονάδες, 24) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ μειώθηκε από 13-11-2013 σε 0,25%, οπότε η τραπεζική εταιρεία έπρεπε να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-11-2013 σε 1,57% = 0,25%+ 1,20%+0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, δε μετέβαλε το επιτόκιο του δανείου από 27-07-2011, διατηρώντας το στο ίδιο επίπεδο (9,12%), μη αποδίδοντας στον ενάγοντα τη μείωση του επιτοκίου κατά 7,55 εκατοστιαίες μονάδες, 25) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ μειώθηκε από 11-06-2014 σε 0,15%, οπότε η τραπεζική εταιρεία έπρεπε να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-06-2014 σε 1,45% = 0,15%+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, δε μετέβαλε το επιτόκιο του δανείου από 27-07-2011, διατηρώντας το στο ίδιο επίπεδο (9,12%), μη αποδίδοντας στον ενάγοντα τη μείωση του επιτοκίου κατά 7,67 εκατοστιαίες μονάδες, 26) Το παρεμβατικό επιτόκιο ΕΚΤ μειώθηκε από 10-09-2014 σε 0,05%, οπότε η τραπεζική εταιρεία έπρεπε να διαμορφώσει το επιτόκιο του επίδικου δανείου από 27-09-2014 σε 1,35% = 0,05%+ 1,20% +0,12%. Η τραπεζική εταιρεία ωστόσο, δε μετέβαλε το επιτόκιο του δανείου από 27-09-2014, διατηρώντας το στο ίδιο επίπεδο (9,12%), μη αποδίδοντας στον ενάγοντα τη μείωση του επιτοκίου κατά 7,77 εκατοστιαίες μονάδες. Σημειώνεται ότι ο ενάγων, από την έναρξη ισχύος της επίδικης δανειακής σύμβασης και μέχρι τον Μάρτιο του 2016, κατέβαλε προσηκόντως το ποσό των τοκοχρεωλυτικών δόσεων του δανείου, γεγονός που συνομολογείται και από την εναγόμενη (βλ. σελ. 44 των προτάσεων της). Από τα προαναφερθέντα, αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη δεν απέδιδε στον ενάγοντα τη μείωση που είχε το κόστος του χρήματος για αυτή, παραβιάζοντας τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα για κυμαινόμενο επιτόκιο, αποκομίζοντας με τον τρόπο αυτό παράνομο περιουσιακό όφελος, με ζημία της περιουσίας του ενάγοντος, αφού τον υποχρέωνε να καταβάλει υψηλότερες τοκοχρεωλυτικές δόσεις από αυτές που όφειλε. Τα ανωτέρω δε αποδεικνύονται και από τον πίνακα που είναι ενσωματωμένος στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, ο οποίος αναφέρει το μήνα στον οποίο αντιστοιχούσε η εκάστοτε τοκοχρεωλυτική δόση την οποία κατέβαλε ο ενάγων, το αρχικό κεφάλαιο, το εφαρμοσθέν επιτόκιο, το επιτόκιο ΕΚΤ, την εκάστοτε καταβληθείσα δόση, τα σε αυτή περιεχόμενα ποσά που αντιστοιχούσαν στους τόκους και το κεφάλαιο, καθώς και τα αντίστοιχα ορθά- κατά τα προαναφερόμενα- στοιχεία, μεταξύ άλλων το επιτόκιο στο οποίο θα έπρεπε να είχε προσαρμοστεί το συμβατικό και τους τόκους που θα έπρεπε να καταβληθούν. Συνεπώς από τον ως άνω αναφερόμενο πίνακα αποδεικνύεται ότι το συνολικό ποσό των τόκων που κατέβαλε ο ενάγων στην τραπεζική εταιρεία «...BANK A.E.» και (μετά από την συγχώνευση αυτής) στην καθολική της διάδοχο εναγόμενη από 26-10-2003 έως και 02-01-2015 ανέρχεται σε 35.601,94 Ευρώ καθώς και ότι το συνολικό ποσό που θα έπρεπε να έχει καταβάλει στο ίδιο διάστημα ο ενάγων, αν οι δόσεις είχαν υπολογιστεί με το ορθό- κατά τα προαναφερόμενα- επιτόκιο της ΕΚΤ ανέρχεται σε 16.505,97 Ευρώ. Το ύψος του ποσού αυτού, καθώς και τα στοιχεία του πίνακα συνομολογούνται εμμέσως πλην σαφώς από την εναγόμενη, αφού δεν τα αμφισβητεί ειδικά (261 ΚπολΔ). Συνεπώς, το ποσό που ο ενάγων κατέβαλε στην εναγόμενη πλέον των οφειλόμενων σε αυτή, εξαιτίας μη ορθής αναπροσαρμογής του επιτοκίου ήταν (35.601,94-16.505,97=) 19.095,97 Ευρώ. Το ως άνω ποσό εισέπραξε η ... BANK A.E. και κατόπιν μετονομασίας η ... BANK A.E., στη θέση της οποίας έχει υπεισέλθει ως καθολική διάδοχος η εναγόμενη, με συγχώνευση δι' απορρόφησης και υποκατάστασης στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ήδη από 09-12-2013 (βλ. ΦΕΚ ΑΕ και ΕΠΕ ....), αλλά και η ίδια η εναγόμενη από την ως ημερομηνία, συνεπώς κατέστη κατά το ποσό αυτό αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος και μάλιστα χωρίς νόμιμη αιτία (αφού ο σχετικός όρος περί μονομερούς καθορισμού του επιτοκίου, ήταν όπως εκτέθηκε αναλυτικά, καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος), αρνείται δε να αποδώσει το ως άνω ποσό στον ενάγοντα. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος της εναγόμενης, δεδομένου ότι η καταβολή από τον ενάγοντα των ως άνω ποσών, ακόμα και αν αυτή γινόταν χωρίς επιφύλαξη ή διαμαρτυρία - γεγονός που δε συντρέχει εν προκειμένω, αφού όπως πειστικά καταθέτει ανωμοτί, εξεταζόμενος στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων, ο τελευταίος διαμαρτυρήθηκε προφορικά για την αυθαίρετη αναπροσαρμογή του επιτοκίου {βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης) δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση δικαιώματος για την αναζήτηση των χωρίς νόμιμη αιτία καταβληθέντων, δεδομένου ότι ο σχετικός καταχρηστικός όρος ήταν προδιατυπωμένος από την εναγόμενη και δεν αποτέλεσε προϊόν διαπραγμάτευσης μεταξύ αυτής και του ενάγοντος, ενώ δεν αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ενάγων, ζητώντας με την υπό κρίση αγωγή τη διαφορά των καταβληθέντων και καταβλητέων τόκων, υπερέβη κατά τρόπο προφανή τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Εξάλλου και αναφορικά με τον ισχυρισμό της εναγόμενης περί μη σωζόμενου πλουτισμού λόγω του ότι όλα τα αξιούμενα ποσά αφορούν παρελθούσες οικονομικές χρήσεις για τις οποίες έχει καταβάλει φόρους προς το ελληνικό δημόσιο, τα δε μετά φόρων κέρδη της τα έχει ήδη διανείμει ως μέρισμα στους μετόχους της, αυτός συνιστά ένσταση εκ του άρθρου 909 ΑΚ. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το γεγονός της απώλειας ή μείωσης του πλουτισμού συγκροτεί καταχρηστική ένσταση καταλυτική του αγωγικού δικαιώματος προς απόδοση της ωφέλειας και άρα, το βάρος της επίκλησης και της απόδειξης αυτού (γεγονότος) φέρει ο λήπτης, ως εναγόμενος (ΟλΑΠ 294/1981). Στην προκειμένη περίπτωση όμως η εναγόμενη δεν απέδειξε τίποτα σχετικό.Περαιτέρω σημειώνεται ότι ο περιεχόμενος στη σελ. 16 των προτάσεων της ισχυρισμός της εναγόμενης ότι υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που διαμορφώνουν το κόστος του χρήματος για την Τράπεζα εκτός από το κόστος άντλησης και ότι το περιθώριο ασάφειας που ενδεχομένως παραμένει, οφείλεται στο γεγονός ότι το κόστος χρήματος για τις Τράπεζες είναι συνισταμένη και άλλων παραγόντων εκτός των επιτοκίων αναφοράς (πχ το λειτουργικό κόστος, τα επιτόκια ανταγωνισμού, η αβεβαιότητα αγορών), των οποίων η πολυπλοκότητα συνιστά σπουδαίο λόγο που τη δικαιολογεί, καθώς δεν είναι πάντα εφικτό αυτοί να προσδιορίζονται στη σύμβαση, είναι παντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης, ενώ δε δύναται να διαφοροποιήσει την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί καταχρηστικότητας του όρου Θ.2 του παραρτήματος της επίδικης σύμβασης, αφού με αυτόν τον ισχυρισμό η εναγόμενη επί της ουσίας συνομολογεί ότι εφάρμοσε μονομερώς επιτόκιο της επιλογής της, χωρίς να διαπραγματευτεί για αυτό με τον ενάγοντα και χωρίς να καταρτισθεί μεταξύ τους κάποια πρόσθετη πράξη. Απορριπτέος δε τυγχάνει και ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι ο ενάγων υπολόγισε αυθαίρετα το ύψος του περιθωρίου που χρησιμοποιούσε η τραπεζική εταιρεία και καθόρισε αυτό σε ποσοστό 1,20%, με αποτέλεσμα το σύνολο των υπολογισμών του να είναι λανθασμένοι. Επαναλαμβάνεται δε ότι το εφαρμοζόμενο από το παρόν Δικαστήριο και προτεινόμενο από τον ενάγοντα επιτόκιο ΕΚΤ είναι το πλέον πρόσφορο, δεδομένου ότι και η ίδια η εναγόμενη το υιοθέτησε για τη διαμόρφωση του κυμαινόμενου επιτοκίου της.Τέλος, από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγόμενης, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας, είναι δίκαιο και εύλογο να επιδικασθεί σε αυτόν, το ποσό των 200,00 Ευρώ, λαμβανομένων υπόψη της έκτασης της ζημίας, της οικονομικής κατάστασης των μερών, της προσβολής της έννομης τάξης από τη διατύπωση στην επίδικη σύμβαση δανείου του επίμαχου καταχρηστικού όρου, καθώς και των λοιπών ειδικών συνθηκών που χαρακτηρίζουν την τυποποιημένη από την εναγόμενη σύμβαση. Συνεπώς, το αιτούμενο για την αιτία αυτή κονδύλιο πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο.Συνεπώς πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως κατ' ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (19.095,97+200,00=) 19.295,97 Ευρώ, με νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμο κατ' ουσίαν, αφού δεν προέκυψε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 908 του ΚΠολΔ, ειδικότερα, δε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, στην κρινόμενη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που να επιβάλουν την προσωρινή εκτέλεση, ούτε η καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης αυτής αποδείχθηκε ότι θα προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενάγοντα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), βαρύνουν την εναγόμενη κατά το λόγο της ήττας της (άρθρα 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαεννέα χιλιάδων διακοσίων ενενήντα πέντε Ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (19.295,97 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης, τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) Ευρώ.ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στο ακροατήριο του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 2 Αυγούστου 2017 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ